Η δική μου ιστορία

Από το παγκάκι της γειτονιάς στις μεγάλες σκηνές της κλασικής μουσικής!

Ολα ξεκίνησαν στο σπίτι μου στον Ταύρο τη δεκαετία του ‘90, τότε που το ραδιόφωνο και το παλιό μας πικάπ έπαιζαν μόνο λαϊκά τραγούδια. Μπορεί οι γονείς μου να μην είχαν καμία σχέση με τη μουσική –κανείς τους δεν ήταν οργανοπαίχτης ή τραγουδιστής– λάτρευαν όμως να ακούνε Καζαντζίδη, Διονυσίου, Ζαμπέτα, Χιώτη κ.α.

Από μικρός σαγηνεύτηκα από τους ήχους αυτούς και στα πέντε μου ζήτησα να μου πάρουν ένα Μπουζούκι. Εκείνοι γέλασαν όταν το άκουσαν για πρώτη φορά…αλλά τελικά μου έκαναν το χατίρι και δύο χρόνια αργότερα είχα στα χέρια μου το όργανο που θα μου άλλαζε τη ζωή!

Η ιδιαίτερη ικανότητά μου να μαθαίνω πολύ γρήγορα και να παίζω τα τραγούδια που άκουγα ήταν που εντυπωσίασε τους γονείς μου και τον δάσκαλό μου, τον Μανώλη Μιχαλάκη, τον άνθρωπο που με βοήθησε με την αγάπη του και την τεχνική του να γίνω αυτό που είμαι σήμερα. Τότε μπορεί να μην καταλάβαινα ότι ήμουν διαφορετικός, θυμάμαι όμως πολύ έντονα τη χαρά που ένιωθα κάθε φορά που έπαιζα Μπουζούκι.

Ήμουν τόσο χαρούμενος και αφοσιωμένος σε αυτό που έκανα που όταν οι συμμαθητές μου έπαιζαν μπάλα ή έκαναν ποδήλατο εγώ ήμουν στο παγκάκι με το τρίχορδο, και όταν με καλούσαν στο παιχνίδι, εγώ τους έλεγα…. “δεν μπορώ, έχω δουλειά!”

Στο Δημοτικό, ξεκίνησα την πρώτη επαγγελματική μου εμφάνιση!

Στα δέκα μου, πριν καν τελειώσω το δημοτικό, ξεκίνησα να παίζω μουσική σ’ ένα μικρό οικογενειακό μαγαζί, στο Μοσχάτο, οπου είχα γίνει η «μασκότ» του μαγαζιού, αφού οι θαμώνες με πλησίαζαν κάθε βράδυ για να μου δώσουν συγχαρητήρια.

Οι γονείς μου με στήριξαν από την πρώτη στιγμή σε κάθε μου προσπάθεια, καθώς χωρίς τη δική τους συμπαράσταση, δεν θα είχα φτάσει εδώ που είμαι σήμερα. Ο πατέρας μου είναι αυτός που με πήγαινε στο μαγαζί και αυτός που με γύριζε σπίτι για να κοιμηθώ και να πάω την επόμενη ημέρα σχολείο.

Η μουσική είναι για μένα σαν ένα παιχνίδι!

Μέχρι τα 20 μου είχα παίξει μουσική σχεδόν παντού, από φεστιβάλ μέχρι τις μεγάλες πίστες της Αθήνας, όπως στα Αστέρια της Γλυφάδας. Κάπου εκεί, όμως, αποφάσισα να αλλάξω σελίδα στη καριέρα μου και να προχωρήσω σε άλλα καλλιτεχνικά μονοπάτια!

Αν και μου άρεσε η δουλειά, ο ανταγωνισμός, η αντιζηλία με απομάκρυναν, καθώς μου στέρησαν την επικοινωνία με τους μουσικούς πάνω στη σκηνή. Οι μουσικοί την ώρα που ερμηνεύουν κοιτούν μπροστά, χωρίς να έχουν πραγματική επαφή μεταξύ τους…. Εγώ έχω συνηθίσει η μουσική να είναι ένα παιχνίδι, να διασκεδάζω με αυτή. Αν δεν κοιτιέμαι με τον κιθαρίστα, αν δεν κάνω πλάκα με τον ντράμερ, αν δεν είμαστε μέσα μαζί στο κομμάτι, τότε οι ψυχές μας δεν συναντιούνται.

Το όραμά μου ήταν να ενώσω τον ήχο του Μπουζουκιού με την κλασική μουσική και την τζαζ…

Αποφάσισα, λοιπόν, να ακολουθήσω σόλο καριέρα, να προχωρήσω σε νέα μουσικά μονοπάτια και να φτάσω να παίξω με το Μπουζούκι μου σπάνιες έως τότε μουσικές, όπως κλασική και τζαζ. Ο πρώτος που το ‘χε προσπαθήσει πάλι, ήταν ο Χιώτης, ο οποίος είχε αποπειραθεί να παίξει swing ακόμη και λάτιν κομμάτια με το μουσικό του όργανο. Τον θαύμαζα από μικρό παιδί και αποτέλεσε μεγάλη έμπνευση για μένα, καθώς με βοήθησε να καθορίσω τον τρόπο με τον οποίο προσδιορίζω τη μουσική μου ταυτότητα.

“Δυστυχώς το Μπουζούκι στην Ελλάδα δεν έχει τη θέση που του αξίζει. Από το 1985 και μετά άρχισε να πέφτει, να πρωταγωνιστεί η ηλεκτρική κιθάρα, τα πλήκτρα, το κλαρίνο. Σήμερα το κλαρίνο είναι παντού και το Μπουζούκι σχεδόν χαμένο! Δεν υπάρχει λαϊκή μουσική όπως την ξέραμε και δεν αναφέρομαι μόνο στη μελωδία, αλλά και στους στίχους. Και παλαιότερα η μουσική εξυμνούσε τον έρωτα, αλλά το έκανε με μια εγγενή ευγένεια.”

Ήθελα λοιπόν να βάλω το Μπουζούκι μέσα σε σκηνές που δεν υπήρχε, όπως στην τζαζ μια πολύ απαιτητική μουσική σκηνή. Μετά τη συναυλία με τον Αλ ντι Μέολα, ξεκίνησα να παίζω παντού στον κόσμο. Δεν ήθελα να γυρνάμε από μπαράκι σε μπαράκι στην Ελλάδα και να φαίνεται σαν ένα είδος πειραματισμού. Ήξερα πως αυτό το όργανο μπορεί να παίξει αυτή τη μουσική και να πετύχει, να κερδίσει τις καρδιές του κόσμου.

Στην αρχή, πράγματι, ο ήχος του Μπουζουκιού σε τζαζ συναυλίες, δίπλα στην τρομπέτα και το πιάνο, ξένιζε τους ακροατές. Οι πιο πολλοί, άλλωστε, είχαν συνδέσει το Μπουζούκι με τον Ζορμπά και τη λαϊκή μουσική. Τότε άκουσα πολλά, μου έλεγαν πως “αυτό δεν είναι Μπουζούκι”, όμως εγώ αυτά τα στερεότυπα προσπάθησα να σπάσω.

Η φλόγα που έχω μέσα μου για το Μπουζούκι δε θα σβήσει ποτέ!

Για πολλά χρόνια κουβαλούσα το βάρος όλων εκείνων που μου έλεγαν να μη συνεχίσω. Λίγοι ήταν αυτοί που πίστεψαν στο όραμά μου, να κάνω παγκοσμίως γνωστό το Μπουζούκι, να πειραματιστώ μαζί του και να το εντάξω στην κλασική μουσική. Η επιβράβευση και αποδοχή που έλαβα από τη διεθνή σκηνή της κλασικής μουσικής με κάνει σήμερα περήφανο για τον αγώνα που έδωσα.

Η αγάπη και η φλόγα που έχω μέσα μου για το Μπουζούκι δεν θα σβήσει ποτέ. Μπορεί μερικές φορές να νιώθω πως κουράζομαι, αλλά δεν χάνω ποτέ ούτε στιγμή το ενδιαφέρον μου για τη μουσική. Όσο πιο μέσα είσαι στη μουσική, τόσο ανακαλύπτεις καινούρια πράγματα και περισσότερους τρόπους για να παίξεις μια μελωδία που την έχεις ξαναπαίξει δεκάδες φορές.

Άλλωστε το Μπουζούκι είναι το πάθος μου, ο πόθος μου, δεν μπορώ χωρίς μουσική. Βλέπω στον ύπνο μου μελωδίες. Είναι το μέσο να εκφράσω την ψυχή μου. Είναι το είναι μου, η ζωή μου όλη.”