«Πιτσιρίκο, μού θυμίζεις τον Χιώτη. Είσαι φαινόμενο!». Αν το δημιουργικό ταξίδι του μεγάλου Μίκη Θεοδωράκη μπορεί να συνδεθεί με ένα μουσικό όργανο, αυτό είναι το μπουζούκι. Συνδεδεμένη με το αγαπημένο αυτό μουσικό εργαλείο δημιουργίας όμως είναι και μια ακόμη ιστορία, μια διαφορετική διαδρομή με αφετηρία την Ελλάδα, προορισμό όμως τον πλανήτη ολόκληρο και πρωταγωνιστή τον, κάποτε, 15χρονο μουσικό που έπαιξε μπροστά στο μεγάλο Μίκη της Ελλάδας…

«Αυτό που ήθελα για το μπουζούκι ήταν μέσα στα 100 χρόνια ιστορίας του συγκεκριμένου οργάνου να καταφέρω να το “βάλω” μέσα στην κλασική μουσική για πρώτη φορά με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο, όπως και στην τζαζ». Με αυτό τον τρόπο ο Μιχάλης Παούρης, ένας μουσικός με 30 δίσκους, στους οποίους πρωταγωνιστεί ο… ήχος του μπουζουκιού, περιγράφει στον ραδιοφωνικό σταθμό του ΑΠΕ ΜΠΕ, «Πρακτορείο 104.9FM» το απόσταγμα της ιδιαίτερης μουσικά πορείας του στο χώρο μέχρι σήμερα.

Μια πορεία γεμάτη από σημαντικές συνεργασίες για τον εξπέρ του μπουζουκιού με την διεθνή πορεία και καριέρα: Rosenberg Trio, Gonzalo Rubalcaba, Gumbi Ortiz, Franck Wolf, Fide Koksal, Μίμης Πλέσσας, Μανώλης Μητσιάς, Ελένη Δήμου, Αλέξανδρος Χατζής, Στέφανος Κορκολής συνεργάστηκαν μέχρι σήμερα με τον Έλληνα μουσικό. Ο δε θρύλος της κιθάρας, ο διάσημος Al Di Meola τον είχε αποκαλέσει ως -«…the fastest Bouzouki Player on the planet Earth!!» το 2012 στην Αθήνα. Όλες αυτές οι συνεργασίες είχαν ως αποτέλεσμα και πληθώρα παγκόσμιων βραβειών για τον σχετικά… αθόρυβο στην ελληνική μουσική βιρτουόζο.

Μόνο από τον Ιούνιο μέχρι τον Ιούλιο του 2021 ο Μιχάλης Παούρης εξηγεί πως παρέλαβε τέσσερα παγκόσμια βραβεία, τα δύο πλατινένια μετά από συμμετοχή σε μεγάλο διαγωνισμό κλασικής μουσικής που έλαβε χώρα στον Καναδά, ένα χρυσό βραβείο από την αξιολόγηση του στην Βόρεια Αμερική όπως «και ένα ακόμη στην Γερμανία για τα 250 χρόνια από την γέννηση του Ludwig van Beethoven, όλα πάντα με το μπουζούκι».

Όλα είναι …μουσικός δρόμος

Ξεκίνησε με το μπουζούκι από την τρυφερή ηλικία των 8 ετών και, ως είθισται στη χώρα, έπαιξε λαϊκή μουσική. «Στη συνέχεια με βοήθησε η μεγάλη μου ταχύτητα – αυτό για το οποίο φημίζομαι στη διεθνή μου πορεία – περισσότερο και από το συνθετικό μου έργο. Μέσα στην αρχική μου λαϊκή διαδρομή μάλιστα συνάντησα και τον Μίκη Θεοδωράκη που, μου είπε πως «του θυμίζω τον Χιώτη»… Κάποια στιγμή με όλα αυτά τα ερεθίσματα και μέσα και από τα ακούσματα του Μανώλη Χιώτη, που είχε φέρει σε αυτό το όργανο κάποια στοιχεία τζαζ, εξελίχθηκα. Το όργανο το πήγα στην “άλλη μεριά”. Δεν κράτησα τον λαϊκό μουσικό “κορμό” που έχουμε ως έθνος, ως χώρα, αλλά το πέρασα τελείως αλλού. Δεν το άφησα σε επίπεδο πειραματισμού αλλά το εξέλιξα σε μια νέα, καινοτόμο εφαρμογή. Σκέφτηκα πως δεν είναι δυνατόν να έχει κανείς στα χέρια του ένα όργανο με 100 και πλέον χρόνια ιστορίας και αυτό να μην έχει μπει μέσα στο πιο σημαντικό είδος, την κλασική ή την τζαζ!», εξιστορεί ο κ.Παούρης. Αυτό έκανε μάλιστα ο Έλληνας μουσικός και μέσα στην τρέχουσα επετειακή χρονιά αφού έγραψε και μια Συμφωνία για τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση, 1821 – 2021.

Εκτός των τειχών η δουλειά του μαζί με το μπουζούκι έχουν να διαβούν ένα δρόμο γεμάτο προκλήσεις σε σχέση με την κλασική και την τζαζ μουσική. «Το κοινό π.χ της κλασικής μουσικής είναι πάρα πολύ απαιτητικό, δεν έχει ιδέα πολλές φορές εάν για παράδειγμα το μπουζούκι έπαιξε στον «Ζορμπά», που είδε στον κινηματογράφο. Πρέπει να του “μιλήσεις” στην δική του γλώσσα και σε πολύ, πολύ υψηλό επίπεδο: έχει απαιτήσεις. Αυτή η χρήση του μουσικού οργάνου στην κλασική μουσική δεν με έχει κάνει και ιδιαίτερα γνωστό στην Ελλάδα αφού για έναν Έλληνα είναι πιο προσιτό αυτό, που αναγνωρίζει στο αυτί του. Είχα φίλους όταν κάποτε έπαιζα λαϊκά εντός Ελλάδας, τώρα όμως με την στροφή μου αυτή βρήκα εκτός Ελλάδας άλλους, πάρα πολλούς φίλους», εξηγεί ο Μιχάλης Παούρης ερωτηθείς για τη διακριτική στα ελληνικά μουσικά δρώμενα παρουσία του.

Το τελευταίο διάστημα την μουσική αυτή ο Έλληνας μουσικός επιχειρεί να κάνει ευρύτερα γνωστή μέσα και από διδακτικά βιβλία αλλά και τις δισκογραφικές δουλειές εντός των τειχών ακόμη και εάν τα ΜΜΕ της χώρας δεν έχουν ανακαλύψει αυτή την δουλειά του με το διεθνή πρόσημο. «Δεν είναι μουσική που παίζουν π.χ τα ελληνικά ραδιόφωνα. Εκτός Ελλάδας είναι χαρακτηριστικό πως πριν από συναυλία μου στο Κάρνεγκι Χολ, μου είχαν ζητήσει 20 CD για να παίξουν τα κομμάτια μου ραδιόφωνα εκεί και να πάρει το ευρύτερο κοινό μια γεύση της δουλειάς. Αυτό δύσκολα θα το δω στην Ελλάδα, δεν είναι “ανοιχτές” πολλές τέτοιες πόρτες εδώ», σχολιάζει. «Εκ των πραγμάτων λοιπόν ως καλλιτέχνης και εσύ μετά πηγαίνεις και …κοιτάς να πας εκεί όπου σε… κοιτάνε, εξ’ου και η διεθνής παρουσία», εξομολογείται ο βιρτουόζος του μπουζουκιού.

Τι φέρνει το μέλλον για τον Μιχάλη Παούρη; «Με την Covid υπάρχει σήμερα μεγάλη δυσκολία στο πεδίο των συναυλιών – χαρακτηριστικά λίγο μετά την πρώτη καραντίνα δεν μπόρεσα να πάω στο Άμπερτ Χολ ώστε να παραλάβω διεθνές βραβείο- από την άλλη όμως διανύω μια ιδιαίτερα δημιουργική περίοδο. Έτσι αυτό το διάστημα είμαι στη διαδικασία ολοκλήρωσης δύο κλασικών έργων η “μεγάλη ιδέα” όμως συνεχίζει να είναι πάντα μία: να βρίσκεται όλο και περισσότερο το μπουζούκι σε πρώτο πλάνο, να είναι όσο πιο αναγνωρισμένο μουσικά γίνεται!».